θηριώδης — ες (ΑΜ θηριώδης, ες) [θηρίο] 1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο 2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης… … Dictionary of Greek
θηριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που μοιάζει με θηρίο ή ταιριάζει σε θηρίο: Θηριώδεις πράξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θηριωδέστερον — θηριώδης full of wild beasts adverbial comp θηριώδης full of wild beasts masc acc comp sg θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριώδει — θηριώδης full of wild beasts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θηριώδης full of wild beasts masc/fem/neut dat sg θηριώδεϊ , θηριώδης full of wild beasts dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριώδη — θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θηριώδης full of wild beasts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θηριώδης full of wild beasts masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριωδεστάτων — θηριώδης full of wild beasts fem gen superl pl θηριώδης full of wild beasts masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριωδεστέρων — θηριώδης full of wild beasts fem gen comp pl θηριώδης full of wild beasts masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριωδέστατα — θηριώδης full of wild beasts adverbial superl θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριωδέστατον — θηριώδης full of wild beasts masc acc superl sg θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριῶδες — θηριώδης full of wild beasts masc/fem voc sg θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)